οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ … Dictionary of Greek
ονητικός — ὀνητικός, ή, όν (Α) [ονητός] αυτός που μπορεί να ωφελήσει … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ιωανάθαν — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά Σαούλ και φίλος του Δαβίδ, τον οποίο έσωσε πολλές φορές από τις δόλιες ενέργειες του πατέρα του. Έλαβε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Φιλισταίων, όπου τραυματίστηκε θανάσιμα, μαζί με τον πατέρα του και … Dictionary of Greek
Ιωνάθαν — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά Σαούλ, ο οποίος διακρινόταν για τη γενναιότητα και τα ευγενικά του αισθήματα. Ο I. ήταν στενός φίλος του Δαβίδ και τον έσωσε πολλές φορές από τις επιβουλές του πατέρα του. Οδήγησε με επιτυχία τους… … Dictionary of Greek
Καΐρη, Ευανθία — (Άνδρος 1799 – 1866).Λόγια. Ήταν αδελφή και μαθήτρια του Θεόφιλου Καΐρη (βλ. λ.), κόρη του Νικολάου Καΐρη και της Ασημίνας Καμπανάκη. Αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της στις Κυδωνίες, δίδαξε στη Σύρο και στην Άνδρο. Το 1814, όταν ήταν 15 ετών,… … Dictionary of Greek
συνδυασμός — ο 1. συνταίριασμα: Δεν είναι καλός ο συνδυασμός των χρωμάτων. 2. τοποθέτηση ανά δύο: Ο συνδυασμός θάλασσας και βουνού θα ωφελήσει πολύ την υγεία του. 3. εναρμόνιση μέσων προς εξασφάλιση της επιτυχίας: Κατάφερε με διάφορους συνδυασμούς να κερδίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)